Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Ράδιο Μαργούδ Μεταξάδες Θράκη Θρακιώτηκα

Διαδικτυακός σταθμός Ράδιο Μαργούδ  με.... σεβασμό στην Δημοτική μας μουσική παράδοση μεταδίδουμε παραδοσιακά Θρακιώτηκα τραγούδια.

L i v e - Μ α ρ γ ο ύ δ 1



L i v e - Μ α ρ γ ο ύ δ 2


O Διαδικτυακός ραδιοφωνικός σταθμός Ράδιο Μαργούδ είναι ο μόνος σταθμός που μεταδίδει χωρις διακοπή την Παραδοσιακή μουσική, και τα Δημοτικά τραγούδια της Θράκης μας.
Κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια να καταγράψουμε και να μεταφέρουμε στους Έλληνες της Ελλάδας αλλά και σε όλον τον Πλανήτη μέσω του διαδυκτίου
τα τραγούδια της Θρακικής μας μουσικής παράδοσης.
Γιατί η Παράδοση είναι ένα κομμάτι μας απ' το παρελθόν, και το βοηθούμε να μετακομίση στο μέλλον......
TRATITIONAL FOLKLORE MUSIK FROM GREEK THRAKI
Contact: thraki.webradio@gmail.com

Μ Ε Τ Α Ξ Α Δ Ε Σ



Οι Μεταξάδες είναι ένα παραδοσιακό χωριό χτισμένο σε μια καταπράσινη πλαγιά μακριάς λοφοσειράς, ύψους 120 μέτρων, στο βορειοδυτικό μέρος του νομού Έβρου. Αποτελούν τον πιο γραφικό οικισμό της ευρύτερης περιοχής, λόγω της παραδοσιακής πέτρινης αρχιτεκτονικής του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χωριού είναι η λιθόπετρα, με την οποία οι κάτοικοι συνήθιζαν να χτίζουν τα σπίτια. Παρόμοια αρχιτεκτονική έχουν και τα γειτονικά χωριά Αβδέλλα, Παλιούρι και Αλεποχώρι.

Το όνομα του χωριού προέρχεται από τον πρώτο που έχτισε το σπίτι του, τον Δημήτριο Τουκμακτσή (ή Τουκμακιώτη). Τουκμάκι εδώ έλεγαν και το σφυρί των χαλκωματάδων και των λιθοξόων, των μαστόρων που δούλευαν την πέτρα και της έδιναν σχήμα. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το χωριό μέχρι σήμερα έχει αυτή την ξεχωριστή ιδιομορφία: είναι πετρόχτιστο και μοναδικό, δηλώνοντας έτσι και την παλιά ασχολία των κατοίκων, αλλά και τα αποθέματα πέτρας που χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη για την κατασκευή και την εξωτερική μόνωση των σπιτιών του χωριού. Το σημερινό όνομα Μεταξάδες, το πήρε από το άφθονο μετάξι που παραγόταν από την απασχόληση των κατοίκων με τη σηροτροφία και που αποτέλεσε και τη βασική ενασχόληση τους μέχρι το 1921.

Η Ιστορία των Μεταξάδων Έβρου



Οι ρίζες του χωριού χάνονται μέσα στα βάθη των χρόνων. Πολλά στοιχεία για την ιστορία του χωριού αντλούμε από το χειρόγραφο βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκεργκένη, παλιού κατοίκου του χωριού. Ο ίδιος, μετά από πολύχρονη έρευνα, μας αναφέρει ότι το παλιό χωριό, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, λεγόταν Δογάντζια (ή Ντουγάντζια) και ήταν χτισμένο δύο χιλιόμετρα δυτικά του σημερινού χωριού. Η ονομασία αυτή στηρίζεται μάλλον στη λέξη ντουγάντζι,που είναι αρπακτικό πουλί και δηλώνει την ορεινή και βραχώδη θέση του τότε χωριού. Η παράδοση αναφέρει ότι εκεί ήταν ο χώρος της πρώτης εγκατάστασης των κατοίκων των Μεταξάδων, έως το 1285 όπου μια επιδημία χολέρας ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τον οικισμό, και αργότερα να ψάξουν για νέο τόπο εγκατάστασης. Ψάχνοντας, διάλεξαν τη σημερινή δασώδη τοποθεσία από την ύπαρξη ενός δέντρου 3-4 χρόνων τότε (καραγάτσι) και επακόλουθα από τη σκέψη της ύπαρξης νερού. Πράγματι, όπως αναφέρεται στα χειρόγραφα, δίπλα στο καραγάτσι άνοιξαν πηγάδι, το οποίο σωζόταν ως το 1928, όπου τότε σκεπάστηκε από τον πρόεδρο Παπαναγιώτου Αθανάσιο, λόγω αλλαγής στη διαμόρφωση της πλατείας.

Οι Τούρκοι

Μετά την ίδρυση του χωριού υπήρξε μια «μαύρη σκλαβιά» των Τούρκων από το 1361 που κατέλαβαν τη Θράκη ως το 1878 που ακολούθησε η κατοχή από τη Ρωσία για τρία χρόνια. Εισέβαλαν οι Τούρκοι στο Διδυμότειχο και το κατέλαβαν το 1361 μετά από 12 χρόνια πολιορκίας. Την ίδια χρονιά κατέλαβαν και την περιοχή από την Αδριανούπολη μέχρι τη Φιλιππούπολη. Τότε λοιπόν ο Σουλτάνος Μουράτ ο Α’ λεηλατεί ανελέητα και ανεπανόρθωτα τη θρακική γη. Και τούτο είναι η απαρχή του μαρτυρίου. Η ζημιά είναι ηθική και υλική. Εκκλησίες και μοναστήρια καταστρέφονται, εύποροι έμποροι και κτηματίες εγκαταλείπουν τα αρχοντικά τους, βαριοί φόροι με οδυνηρότερο το παιδομάζωμα επισφραγίζουν την ταπείνωση του ελληνισμού, άντρες στέλνονται δούλοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, οι κοπέλες μπαίνουν σε χαρέμια και τα αγόρια εξισλαμίζονται και γίνονται γενίτσαροι. Η βαρβαρότητα των Τούρκων και οι ανήκουστες θηριωδίες τους δεν σταματούν ούτε στις σφαγές και στις γενικές καταστροφές ολόκληρων χωριών της Θράκης.

Συγχρόνως, η τουρκική κυβέρνηση εγκαθιστά στην περιοχή Διδυμοτείχου πρόσφυγες απ’ την Ανατολή και το Πακιστάν (τους λεγόμενους ματζήρηδες), οι οποίοι ίδρυσαν τουρκικά χωριά όπως την Κυανή (Τσιαουσλί), τη Σαύρα (Σουμπάσκιοϊ), το Αβδουλάκι (τη σημερινή Αβδέλλα), το Ελαφοχώρι, την Πολιά και άλλα. Η δημιουργία των καινούριων χωριών είχε ως συνέπειες τον περιορισμό των συνόρων του Τοκμακιού, την πείνα και την εξαθλίωση των κατοίκων του, οι οποίοι ήξεραν μόνο να δουλεύουν τον αγρό που πια τον κατείχαν οι Τούρκοι. Επιβίωσαν όμως και πάλι, άρχισαν τα ταξίδια στη Βάρνα και τη Φιλιππούπολη, έγιναν μεταφορείς, αργότερα ραφτάδες, μπογιατζήδες, λαϊνάδες…. και σιγά-σιγά άρχισαν ν’ αγοράζουν απ’ τους Τούρκους ματζήρηδες πάλι την κλεμμένη γη τους.

Η Ρωσία μετά το 1878 (αφού κάθισε τρία χρόνια) παρέδωσε πάλι τα μέρη μας στην Τουρκία. Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνονται από τα χειρόγραφα, επικρατεί μια ισονομία και γενικά μια ελευθερία ως το 1908, χωρίς προβλήματα με τους Τούρκους. Το 1908 είναι μια χρονιά ορόσημο, αφετηρία δύσκολων συνθηκών για τους ¨Έλληνες. Η Τουρκία αλλάζει Σύνταγμα και αρχίζει η στράτευση ρωμιών. Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο μυριάδες Θράκες φονεύθηκαν, γιατί οι Τούρκοι τους τοποθέτησαν στην πρώτη γραμμή πυρός. Ο Κ. Γκεργκένης αναφέρει ότι το Μάρτιο του 1914 η τουρκική κυβέρνηση έκανε γενική επιστράτευση των κατοίκων από 20 έως 46 ετών και άδειασε σχεδόν όλο το χωριό από άντρες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έπεσαν νεκροί στη μάχη του Τσιανάκ Καλέ. Επίσης, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τούρκοι στρατολόγησαν Θρακιώτες Έλληνες, τους οποίους έστελναν πεζούς στη Χερσόνησο της Καλλιπόλεως, όπου και θερίζονταν από τα τηλεβόλα των συμμάχων της Αντάντ.

Τα χωριά, ιδιαίτερα από το 1914, υπέφεραν από τον ξένο ζυγό και τους Τουρκαρβανίτες πρόσφυγες από τη Σερβία, που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Οι έπαρχοι φέρονται αδίσταχτα στους ντόπιους. Ενδιαφέρονται για χρυσάφι και δε διστάζουν να διατάζουν και την ποινή του θανάτου για να το εξασφαλίσουν. Ο φόβος κάνει πολλούς να καταφύγουν στα υψώματα και οικογένειες να πεινάσουν ξανά, εξαιτίας της ασυδοσίας των Τούρκων. Ο Κ. Γκεργκένης αναφέρει προσωπική του εμπειρία, όταν το 1915 είδε τον πατέρα του, κυνηγημένο από τον Τούρκο έπαρχο και τους πρόσφυγες, να καταφεύγει στο δάσος για να σώσει τις λίρες του. Αναφέρει και άλλους συγχωριανούς του ευκατάστατους την εποχή εκείνη, γεγονός που οφείλεται στην εργατικότητα, αλλά και στην εξυπνάδα και την πονηριά τους, όπως τους Γκουντίνα, Τερζόγλου, Αραμπατζή και άλλους.

Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στους Μεταξάδες

Οι Βούλγαροι

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1915 οι Βούλγαροι, αφού κατέλαβαν την περιοχή του Διδυμοτείχου, ύστερα από συμφωνία με τους Τούρκους, ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, καταφθάνουν στο χωριό και για ένα χρόνο ζουν ειρηνικά με τους κατοίκους. Το Σεπτέμβριο όμως του 1916 αρχίζουν να δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Επιδίωξαν με κάθε μέσο τον εκβουλγαρισμό της περιοχής και πέρα από τις βιαιότητες που διέπραξαν προέβηκαν και σε άλλες ενέργειες: έφεραν δασκάλους από τη Βουλγαρία, ενώ τους Έλληνες δασκάλους και παπάδες τους φυλάκισαν. Εξόρισαν το Μητροπολίτη Φιλάρετο και απειλούσαν τους πάντες. Δεν έλειψαν φυσικά και οι επιστρατεύσεις. 

Απτή απόδειξη η μαρτυρία του Κ. Γκεργκένη, που αναφέρει ότι κατά τον πόλεμο του 1916-1918, τότε που αντίπαλες δυνάμεις ήταν Αγγλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία από τη μια και από την άλλη η συμμαχία Τουρκίας και Βουλγαρίας, στη μάχη που δόθηκε στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης ο ίδιος υπηρετούσε στο βουλγαρικό στρατό ως επίστρατος και πολέμησε εναντίον των συμπατριωτών του.

Το έργο της εξόντωσης του Ελληνισμού της Θράκης και του εκβουλγαρισμού της περιοχής, που άρχισαν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες την πρώτη δεκαετία του αιώνα, επεδίωξαν να ολοκληρώσουν οι Βούλγαροι κατά τον Α’ και Β’ Βαλκανικό πόλεμο και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό στρατό. Το 1920, αναφέρει ο Κ. Γκεργκένης, ελευθερωθήκαμε από τους Βουλγάρους, Στις 22 Μαΐου είδαμε το ελληνικό χακί που λαχταρούσαμε χρόνια εις το χωριό μας, απ’ τη Μεραρχία των Σερρών. Ο πρώτος λόχος με λοχαγό τον Τσιόλα Σταμάτη και επιλοχία τον Κώμα Δημήτριο διαφύλαξαν τα σύνορα του χωριού και με τον ερχομό του δευτέρου λόχου πήγαν στη Χελιδόνα και στο Δέρειο, ενώ αντικαταστάθηκαν από το λοχαγό Αριστόδημο και το λοχία Παρασχάκη.

Οι Μεταξάδες

Ο Εμφύλιος 1946-1950

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε για μια πενταετία σχεδόν από το εμφύλιο σπαραγμό. Τα χωριά άδειασαν και οι λίγοι που έμειναν ήταν γέροι και γριές. Τα γυναικόπαιδα τα πήγαιναν στις παιδουπόλεις των νησιών. Στους Μεταξάδες έλαβε χώρα μια μάχη υψίστης σημασίας που κράτησε τρία μερόνυχτα και έληξε με νίκη των στρατιωτών.

Ανταρτίνες συλληφθείσες στη Μάχη των Μεταξάδων

6η Δεκεμβρίου, 1946: Το χωριό περικυκλώθηκε από αντάρτες. Μετά από μικροσυμπλοκές με τους εθνοφύλακες, οι αντάρτες έπιασαν τον αστυνόμο Ζήκο και τους χωροφύλακες Παύλο και Λαμπρόπουλο. Ο τελευταίος αφέθηκε ελεύθερος γιατί ήταν γνωστός τους. Οι δύο πρώτοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ως ένοχοι προδοσίας και εκτελέστηκαν στην πλατεία του χωριού ( για μερικούς στο δέντρο Καραγάτσι) μπροστά στα μάτια των κατοίκων. Φόβος και τρόμος επικρατούσε στο χωριό.

15η Μαΐου, 1949: Μια εβδομάδα πριν περίπου, η γύρω περιοχή είχε καταληφθεί από τους αντάρτες και έτσι οι κάτοικοι των χωριών Παλιουρίου, Πολιάς, Αβδέλλας και Αλεποχωρίου είχαν εγκατασταθεί στους Μεταξάδες. Οι στρατιώτες ήξεραν για την επίθεση των ανταρτών και δεν άφηναν τους αγρότες να πάνε στα χωράφια τους. Η επίθεση άρχισε την Κυριακή 15 Μαΐου. Οι κάτοικοι του χωριού πανικόβλητοι έτρεχαν να κρυφτούν στους γύρω λόφους, όπου υπήρχαν πολλά αμπριά (οχυρά κρησφύγετα μέσα από χώμα). Κάθε αμπρί χωρούσε 15 με 20 άτομα.

Το Ύψωμα των Μεταξάδων, το οποίο φρουρούνταν από τον Υπολοχαγό Λάζο και μια διμοιρία πολιτοφυλάκων ήταν από τα σημαντικότερα στον Έβρο. Λίγος στρατός βρισκόταν και στο Υδραγωγείο ή Ασβεσταριά, όπως λεγόταν τότε, αλλά γρήγορα έπεσε στα χέρια των ανταρτών. Τρία εικοσιτετράωρα οι αντάρτες προσπαθούσαν να καταλάβουν το ύψωμα. Ο στρατός όμως με τη βοήθεια των κατοίκων που είχαν κρυφτεί στα αμπριά, τους απωθούσε. Εξάλλου χρησιμοποιούσε όλμους και πολυβόλα σε αντίθεση με τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους όλμους μικρής ισχύος που όμως δεν ήξεραν να τους χειρίζονται σωστά. Ο ανεφοδιασμός του οχυρού σε πολεμοφόδια και τρόφιμα γινόταν δύσκολα γιατί ο κλοιός ήταν ασφυκτικός. Τα αεροπλάνα που πετούσαν πάνω από το Ύψωμα γι' αυτό το σκοπό, τις περισσότερες φορές τα έριχναν κατά λάθος στα σημεία των ανταρτών. Ήταν πολλοί αυτοί που ήθελαν να εγκαταλείψουν το Ύψωμα αλλά δεν τους το επέτρεπε ο Υπολοχαγός, ο οποίος είχε εντολή να προστατέψει το οχυρό των Μεταξάδων πάση θυσία, μη πέσει στα χέρια των ανταρτών. Έτσι έστειλε μήνυμα για βοήθεια. Η βάση του στρατού ήταν στο Πρωτοκκλήσι απ' όπου και στάλθηκαν δύο Λοχαγοί για να ενισχύσουν το οχυρό. Η πρόσβαση σ' αυτό όμως ήταν πολύ δύσκολη. Νάρκες ήταν τοποθετημένες σ' όλα τα περάσματα. Παρ' όλα αυτά διέσπασαν τον κλοιό και μπήκαν στη μάχη μαζί με μια ταξιαρχία από τη Λάδη κι έτσι κατάφεραν να νικήσουν τους αντάρτες.

Το Ύψωμα: Εδώ έγινε η μάχη του εμφυλίου πολέμου

Στις 18 του Μάη δόθηκε η τελευταία μάχη όπου οι αντάρτες παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι κατέφυγαν σε κάποιες χαράδρες όπου και σκοτώθηκαν από βομβαρδισμούς αεροπλάνων. Όσοι σώθηκαν έφυγαν από την Ελλάδα ακολουθούμενοι από τις οικογένειές τους, αλλά και από άλλους συγχωριανούς που τους βοηθούσαν για να γλιτώσουν από τα αντίποινα του στρατού. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι άρχισαν να κατεβαίνουν στο χωριό για να αντικρίσουν πολλά σπίτια καμένα, οικογένειες ξεκληρισμένες και περιουσίες κατεστραμμένες και από τους αντάρτες κι από το στρατό που κυνηγούσε όποιον τους βοηθούσε. Με τον καιρό βέβαια επουλώθηκαν οι πληγές, ξαναγύρισαν στις εργασίες τους και την προηγούμενη ζωή τους. Το μίσος όμως και η διχόνοια, καρποί του εμφυλίου, συνεχίζονταν μέχρι τα τελευταία. Αυτό που έμεινε σήμερα για να θυμίζει τα μαύρα εκείνα χρόνια είναι τα αμπριά του Υψώματος καθώς επίσης και το γνωστό εμβατήριο:

«Στης Θράκης μας τ' απάτητα βουνά, που η δόξα βασιλεύει
στους Μεταξάδες εκεί ψηλά, το θρόνο έχ' η ελευθεριά.
»

Η Διοίκηση

Από την εποχή της Τουρκοκρατίας τη διοίκηση του χωριού είχε αναλάβει ένας μουχτάρης, ένας αντιμουχτάρης και δύο σύμβουλοι, ονομαζόμενοι στα τουρκικά ατάαδες, οι οποίοι οριζόταν από τα έξι πιο πλούσια άτομα του χωριού, τους επονομασμένους δωδεκάρα. Η θητεία τους κρατούσε ένα χρόνο και είχαν απεριόριστες δικαιοδοσίες, αφού είχαν και τη σφραγίδα του χωριού. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, στην πλατεία του χωριού, ο Μουχτάρης, αφού συγκέντρωνε τους κατοίκους, όριζε τους κλητήρες που χωριζόταν σε αγροφύλακες για τα καλαμπόκια, το σιτάρι και τα αμπέλια, σε νυχτοφύλακες, αγελαδάρηδες, αλογάρηδες και γουρουνάδες. Σε περιπτώσεις που ο Μουχτάρης έκανε καταχρήσεις, ο πρόεδρος του χωριού και οι κάτοικοι κατέφευγαν στα δικαστήρια και αν δικαιωνόταν όριζαν νέο Μουχτάρη και αφαιρούσαν δια της βίας τη σφραγίδα από τον παλιό και την έδιναν στον καινούριο. Από το 1900 έως το 1985 υπάρχουν μαρτυρίες από τον Κ. Γκεργκένη, ονομάτων που χρημάτισαν ως Μουχτάρηδες, δήμαρχοι και πρόεδροι στο χωριό.

Αξίζει ν' αναφερθούν εδώ και οι εκκλησίες του χωριού: του Προφήτη Ηλία, ρυθμού Βασιλικής με τρούλο, χτισμένη σύμφωνα με τον Κ. Γκεργκένη απ' το μαστροτεχνίτη Μητιούδη Δημήτριο, το παλιό μικρό Εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο λόφο Κουρί, το Εκκλησάκι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης μέσα σ' ένα πολύ πυκνό δάσος και το Εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, που χρονολογείται από τον ΙΣΤ' αιώνα. Σ' ένα παλιό έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου βρίσκουμε πληροφορίες για τα Εκκλησάκια αυτά. Οι κάτοικοι του χωριού, σαν πραγματικοί Έλληνες, δεν παραμέλησαν ποτέ τη μόρφωση των παιδιών τους, ακόμα και στα χρόνια της σκλαβιάς. Φρόντιζαν πάντα να υπάρχει ελληνικό σχολείο, για να μην σβήσουν τα ελληνικά, η Ιστορία του Έθνους και η παράδοση. Κι όπως γινόταν σ' όλη τη σκλαβωμένη Ελλάδα, έτσι και στους Μεταξάδες, η Εκκλησία ήταν η κινητήρια δύναμη κάθε πνευματικής κίνησης, έχοντας βέβαια την ηθική και υλική συμπαράσταση των κατοίκων. Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαν τα Εκκλησάκια σαν κρυφά σχολεία, όπου Ιερείς δίδασκαν στα παιδιά το αλφάβητο και το ψαλτήρι. Αργότερα, το 1882, χτίστηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο από τους Δημητράκη Μπίμπαση και Αναστάση Καμπάκα. Το 1928 λόγω πληθώρας παιδιών, κτίστηκε και το Δεύτερο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο ανακαινίστηκε και έγινε διώροφο στα 1968. Σήμερα στο χωριό λειτουργεί πενταθέσιο Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο με Λυκειακές Τάξεις. Δυστυχώς όμως μέρα με τη μέρα διαπιστώνουμε ότι τα παιδιά λιγοστεύουν δραματικά, εξαιτίας της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης προς τις πόλεις, αλλά και τις εξωτερικής προς χώρες της Ευρώπης, κυρίως τη Γερμανία. Το 1980 οι Μεταξάδες έσφυζαν από ζωή και δίκαια ονομαζόταν κεφαλοχώρι. Σήμερα, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, οι κάτοικοι του χωριού δεν ξεπερνούν τα 1082 άτομα. Στο χωριό λειτουργεί Τμήμα Συνοριακής φύλαξης, Κέντρο Φροντίδας Οικογένειας του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας, Δημόσιο Νηπιαγωγείο, Τ. Ο. Ε. Β., Ταχυδρομείο, Υποκατάστημα τραπέζης Πειραιώς και Αγροτικό Ιατρείο.